- χαχανίζω
- χαχανίζω, χαχάνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χαχανίζω — και χαχλανίζω Ν [χάχανο] 1. γελώ ηχηρά και παρατεταμένα 2. καγχάζω … Dictionary of Greek
χαχανίζω — χαχάνισα, γελώ με θόρυβο, χασκογελώ: Τι χαχανίζεις όλη την ώρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακανογελώ — χαχανίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Επιτατικό σύνθ. κάκανο + γελώ] … Dictionary of Greek
χαχάνισμα — το, Ν [χαχανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαχανίζω, ηχηρό και παρατεταμένο γέλιο 2. καγχασμός … Dictionary of Greek
κάκανο — το χάχανο, ηχηρό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τον ήχο τού γέλιου κα κα κα (πρβλ. χαχανίζω)] … Dictionary of Greek
καγχάζω — (Α καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω) 1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω 2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ] … Dictionary of Greek
κακανίζω — (Μ κακανίζω) [κάκανο] χαχανίζω … Dictionary of Greek
κιχλίζω — (Α, Μ κιχλάζω) 1. χασκογελώ, χαχανίζω («πολλαὶ συμπαίσδειν με κόραι τὰν νύκτα κέλονται, κιχλίζοντι δὲ πᾶσαι», Θεόκρ.) 2. τρώω τσίχλες, καλοτρώω, καλοπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίχλα] … Dictionary of Greek
χασκαρίζω — Ν χαχανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω, κατά τα ρ. σε αρίζω (πρβλ. κακαρίζω)] … Dictionary of Greek
χασκογελώ — και χασκογελάω Ν 1. γελώ με το στόμα ανοιχτό κάνοντας πολύ θόρυβο 2. γελώ χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος, χαχανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + γελώ. Το ρ., στον λόγιο τ. τής μτχ. θηλ. χασκογελῶσα (μορφή), μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek